Το λιοντάρι του Πειραιά

                                                                               Οι επιγραφες του Λιονταριού
Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Akerblad το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη. Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης. Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές. Ο Laborde υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από το Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στο Μαραθώνα. Αντιθέτως, με βάση τον Bugge, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.

O Grimm τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη των επιγραφών αυτών το 12ο ή το 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’ εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ (Konigsmark) ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688.

Οι Akerblad, Kopish, Grimm, Bugge, Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος, Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ο αιώνα. Ο Laborde αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και την γνώση που απαιτείται για τέτοιου είδους επιγραφές.

Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Bossi και ο αρχαιολόγος D’ Hancarville διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Laborde υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά, φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή. Υπήρξαν πολλοί όμως, με επικεφαλής τον Akerblad, οι οποίοι έχουν την άποψη ότι τα γράμματα είναι ρουνικά. Ρουνικό[3] αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες. Δεδομένου ότι η επίσκεψη τέτοιων φύλων ήταν συνεχής στο πέρασμα των αιώνων, στον ελλαδικό χώρο, ενισχύεται η θεωρία με βάση την οποία έγιναν οι διάφορες μελέτες.

Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Rafn το 1856. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής:

Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με το Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».
Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».
Οι ερμηνείες αυτές έχουν υιοθετηθεί από πολλούς, αλλά έχουν απορριφθεί επίσης από πολλούς. Ωστόσο το μόνο υπαρκτό πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο Χάραλδ ο Μακρός, για τον οποίο όμως δεν υπάρχει μαρτυρία για την εμφάνισή του στον Πειραιά, παρά μόνο για τις δραστηριότητές του στην ευρύτερη περιοχή.

Θρύλοι και παραδόσεις

Το λιμάνι του Πειραιά κατά το μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο. Η ονομασία σύμφωνα με του θρύλους, προέκυψε γιατί θεωρούσαν τους δράκους ανθρώπους, τεράστιους σε μέγεθος, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε ανθρωπόμορφους λέοντες.

Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι του Λιονταριού. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τουρκάλα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στο Γάλλο χειρούργο Fouchon, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.