Σκευοθήκη του Φίλωνα


              Γενική εισαγωγή
Η απόφαση για το χτίσιμο της στοάς του Φίλωνος πάρθηκε λίγο μετά την κατάληψη της Ολύνθου από το Φίλιππο εν όψει του πολέμου με τους Μακεδόνες, ο οποίος φαινόταν αναπόφευκτος. Η μνημειακή αυτή λίθινη σκευοθήκη οφείλει το όνομά της στον αρχιτέκτονα Φίλωνα Εξηκεστίδου από την Ελευσίνα, γεγονός που αναφέρεται στη μαρμάρινη ενεπίγραφη στήλη που βρέθηκε το 1982 στον Πειραιά στη βόρεια πλευρά του λιμανιού της Ζέας, στην αρχή της ανηφοριάς προς το λόφο του Προφήτη Ηλία, όπου και σημειώνεται στο τοπογραφικό σχέδιο του Πειραιά και η εν λόγω σκευοθήκη.
Παρότι δεν βρέθηκαν τα θεμέλια του κτιρίου, χάρη στην επιγραφή μπορεί να αναπαρασταθεί με ακρίβεια ολόκληρο το κτίριο.
Περιγραφή
Με βάση τη μαρμάρινη επιγραφή η Σκευοθήκη θα οικοδομούνταν "εν Ζείαι", πίσω από τους νεώσοικους, αρχίζοντας με ένα πρόπυλο της περιοχής του λιμανιού, προς το μέρος της αγοράς. Για τη θεμελίωση του κτιρίου ο φυσικός βράχος διαμορφώθηκε επίπεδος και οριζοντιώθηκε σε βάθος τριών ποδών από το ψηλότερο σημείο του χώρου, ενώ οι υψομετρικές διαφορές εξομαλύνθηκαν με την κατασκευή θεμελιώσεων μεγαλύτερου ύψους.
Εσωτερικά το κτίριο με βάση την επιγραφή θα χωρίζονταν σε τρία κλίτη με δύο κιονοστοιχίες από 35 κίονες η κάθε μία, με μεσοκιόνιο διάστημα 3,50μ. Το κεντρικό κλίτος θα είχε πλάτος 20 πόδες και τα δύο πλαϊνά από 15, που σημαίνει 4,90μ. και 6,55μ. αντίστοιχα.
Το δάπεδο του κτιρίου εσωτερικά θα γινόταν πλακόστρωτο. Για τους τοίχους και τους κίονες θα χρησιμοποιούνταν ακτίτης λίθος, ενώ για τα κιονόκρανα μάρμαρο Πεντέλης, όπως και για τις παραστάδες.
Η επιγραφή επίσης ορίζει ότι θα αφεθούν ανοίγματα για θύρες, δύο σε κάθε άκρο, ότι μεταξύ των θυρών θα οικοδομηθεί τοίχος πλάτους δύο ποδών εξωτερικά και βάθους δέκα ποδών στην εσωτερική πλευρά και ότι ο τοίχος προς τον οποίο θα άνοιγε η κάθε θύρα θα στρέφεται κατ' ορθή γωνία έως τους πρώτους κίονες. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά λείψανα το κάθε θυραίο άνοιγμα καταλάμβανε όλο το πλάτος του κεντρικού κλίτους και διαιρούνταν μ' ένα τοιχίο μήκους 10 ποδών σε δύο διαμερίσματα που αντιστοιχούσαν στα δύο θυραία ανοίγματα. Οι πόρτες θα ήταν ξύλινες με ύψος περίπου 5μ. με μπρούτζινη επένδυση στην εξωτερική τους επιφάνεια. Οι τοίχοι του κτιρίου θα είχαν ύψος 8,37μ., στο οποίο πρέπει να προστεθεί και το ύψος των τριγλύφων που θα έμπαιναν στο πάνω μέρος όλων των πλευρών. Για τις στενές πλευρές προβλέπονταν ανά τρία μικρά παράθυρα, ενώ για τις μακρές πλευρές 36.
Η στέγη του κτιρίου θα ήταν ξύλινη, αμφικλινής, με πήλινα κεραμίδια. Οι πληροφορίες που δίνονται σχετικά με την κατασκευή της παρουσιάζουν ιδιαίτερο τεχνικό ενδιαφέρον. Στους στίχους 45-59 αναφέρεται πως πάνω από τα επίκρανα των εσωτερικών πεσσόσχημων στηριγμάτων θα τοποθετούνταν πάνω από 18 ξύλινα επιστύλια σε κάθε κιονοστοιχία, πάνω δε από το κεντρικό κλίτος θα τοποθετούνταν και μεσόμνες των ίδιων διαστάσεων. Πρόκειται για την αττική λέξη μεσόμνη που σημαίνει το εγκάρσιο ξύλο που βαίνει από το ένα επίκρανο στο άλλο συνδέοντας τα εσωτερικά στηρίγματα των οικοδομημάτων. Πάνω από αυτές θα τοποθετούνταν υποστηρίγματα, τα υποθήματα, και έπειτα τα κορυφαία, οι κορυφαίες δηλαδή δοκοί της στέγης. Τα κορυφαία θα συναρμόζονταν κατά διαστήματα επί των μεσομνων με κερκίδες, δηλαδή περόνες. Από πάνω θα τοποθετούνταν σφηκίσκοι, δηλαδή τα μεγάλα κεκλιμένα δοκάρια των ζευκτών της στέγης, αφήνοντας μεταξύ τους διαστήματα πέντε παλαμών. Έπειτα θα ακολουθούσαν οι ιμάντες δηλαδή οι σανίδες, τοποθετημένοι ανά διαστήματα πλάτους τεσσάρων δακτύλων και τα καλύμματα ,καρφωμένα με σιδερένια καρφιά. Τα καλύμματα είναι οι καλυπτήριες σανίδες που τοποθετούνταν επί των σφηκίσκων των ζευκτών της στέγης και σχημάτιζαν το δάπεδο υποδοχής ενός στρώματος κονιάματος ή ωμού πηλού αναμεμειγμένου με άχυρο, ως υπόθημα για τις πήλινες κεράμους. Ακολουθούσε η κεράμωση της στέγης με κορινθιακούς κεράμους.
Χρήση
Το κτίριο της Σκευοθήκης προορίζονταν για τη φύλαξη των εξαρτημάτων των πλοίων που ελλιμενίζονταν στη Ζέα, όπως για τα ιστία (πανιά), τα πρυμνήσια, και γενικά τα χοντρά και τα λεπτότερα σκοινιά των ιστίων. Τα κοινά κουπιά των ερετών, τα πλατιά των πηδαλιούχων και οι ιστοί που αφαιρούνταν κατά την ανέλκυση των πλοίων, φυλάσσονταν επίσης στους νεώσοικους σε κτίρια όπως το συγκεκριμένο. Η εν λόγω επιγραφή μάλιστα αναφέρεται και στην ύπαρξη δευτέρου ορόφου στα πλευρικά κλίτη του κτιρίου με διαμόρφωση ραφιών σε δύο σειρές, παράλληλα με κατασκευή κλιμάκων πρόσβασης στα ράφια αυτά. Η επιγραφή μιλάει επίσης και για 134 κιβώτια για τη φύλαξη των ιστίων και των λοιπών υφασμάτων ισάριθμων πλοίων. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στα πολεμικά πλοία που κατασκευάστηκαν στην Αθήνα στο διάστημα 357/6-325/4 π. Χ.
Η μεγάλη αυτή λιθόκτιστη σκευοθήκη θα πρέπει να χρησίμευε όχι μόνο για τα σκεύη των 196 πλοίων της Ζέας, αλλά και ως αποθήκη καινούργιων υλικών για την αντικατάσταση των παλιών, φθαρμένων εξαρτημάτων των πλοίων. Μία τριήρης για παράδειγμα είχε 170 κουπιά και φυσικά αυτά τα οποία θα αχρηστεύονταν δεν θα μπορούσαν να παραγγελθούν τη στιγμή που θα χρειάζονταν, αλλά θα έπρεπε να υπάρχουν αποθηκευμένα σε μία ανάλογη αποθήκη. Μία αποθήκη υλικού θα έπρεπε να είναι στη διάθεση των τριηραρχών με ένα απόθεμα καινούργιων κουπιών, κρίκων και σκοινιών των ιστίων, πηδαλίων, αγκυρών, κοντών, "κλιμακίδων" και πλευρικών φραγμάτων των πλοίων. Έτσι όταν ελλιμενίζονταν μία καινούργια τριήρης ή μόλις "εθαλάσσευε" μία παλιά, οι τριήραρχοι θα παραλάβαιναν από τη σκευοθήκη τα κατάλληλα εξαρτήματα του πλοίου.

Το μεγαλοπρεπές αυτό κτίριο σχεδιάστηκε σκόπιμα τόσο μεγάλο ώστε να λειτουργήσει ως σύμβολο της ναυτικής κυριαρχίας της Αθήνας, όντας ένα από τα επιφανέστερα δημόσια οικοδομήματά της.
πηγή: